ἐτέτραπτο

ἐτέτραπτο
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
plup ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάβορρος — κατάβορρος, ον (Α) αυτός που προφυλάσσεται από τον βοριά στρεφόμενος προς τον νότο («ὁ δὲ τόπος οὗτος... πρὸς νότον ἐτέτραπτο, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορρος (< Βορέας), πρβλ. πρόσ βορρος, υπο παρά βορρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”